Ίαν Άλαν Πολ
10 Μαΐου 2025
published in ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ (Notes from the Steppe)
original in english published on Ill Will Editions
Πλούτη για τους από πάνω και θάνατος για τους από κάτω: στην πρόσφατη ιστορία αυτή η ρύθμιση έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ανεκτή. Είναι βέβαια γενικά γνωστό ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι εξαθλιώνονται και πετιούνται, ότι όλο και μεγαλύτερο μέρος της Γης καταστρέφεται. Αλλά σε ό,τι αφορά τους προνομιούχους, τα χειρότερα κρατιούνται σε βολική απόσταση και η ζωή λίγο πολύ διατηρεί τους ρυθμούς της. Οι σεκιουριτάδες και οι οικιακές βοηθοί καταφθάνουν σύμφωνα με το πρόγραμμα για να περιπολήσουν και να καθαρίσουν, τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια ενεργοποιούνται και στη συνέχεια αναπαύονται καθώς οι παγκόσμιες αγορές ανοίγουν και κλείνουν, και τα πακέτα της Amazon εμφανίζονται στις πόρτες ως εκ θαύματος, σε λίγες μόνο ώρες. Η δυστυχία, η ταλαιπωρία και ο θάνατος εισέρχονται στο οπτικό πεδίο, και κατά καιρούς υπάρχει ακόμη και μια επίμονη αίσθηση ότι αυτή η ζωή μπορεί να παραμείνει δυνατή μόνο λόγω του τρόπου με τον οποίο αυτές οι ζωές συνεχίζουν να υποτιμώνται και κατά καιρούς να πετιούνται στα σκουπίδια, αλλά όλα φαίνεται να παραμένουν αρκετά απομακρυσμένα και αποστασιοποιημένα, εικόνες πάντοτε στην άλλη πλευρά της οθόνης.
Για όσους ζουν από κάτω, ωστόσο, δεν είναι τόσο εφικτό να αποστασιοποιηθούν τόσο ολοκληρωτικά από ό,τι καταστρέφει τον κόσμο. Η ανασφάλεια, η φτώχεια και ο θάνατος ξεβράζονται αδιάκοπα στις ακτές της καθημερινής ζωής εδώ στον πάτο, φτάνοντας ως χρέος, ή ως καύσωνες, ή ως αστυνομία, αποσαθρώνοντας σταθερά το ελάχιστο σταθερό έδαφος που έχει απομείνει. Καθώς αυτά που κάνουν τη ζωή βιώσιμη και άξια να τη ζήσεις γίνονται όλο και πιο ακριβά και παρέχονται σε όλο και μικρότερη ποσότητα, η υψηλότερη φιλοδοξία συχνά είναι απλά η επιβράδυνση της επιδείνωσης, κρεμάμενη σε μια κλωστή. Ταυτόχρονα, οι περισπασμοί ανανεώνονται διαρκώς και παρέχονται σε αφθονία για κάθε πρακτική χρήση - ένας influencer δημοσιεύει μια selfie από μια εμπόλεμη ζώνη, μια διαδικτυακή μάρκα προσφέρει μια συλλογή από διαφημίσεις που δημιουργήθηκαν από τεχνητή νοημοσύνη, ένας ακόμα πολιτικός κάνει έναν ακόμη ναζιστικό χαιρετισμό - κανείς δεν μπορεί να καταλαγιάσει πλήρως την αίσθηση ότι η ζωή βιώνεται όλο και περισσότερο απλώς ως το εύθραυστο προσκήνιο ενός τοπίου του οποίου το φόντο γεμίζει με θάνατο.
Σε ολόκληρο τον κόσμο μας βρίσκεται σε λειτουργία η ίδια θανάσιμη εξίσωση: στο ένα σκέλος της βρίσκεται η συσσώρευση πλούτου και στο άλλο η ερήμωση της ζωής. Οι λίγοι στην κορυφή συσσωρεύουν όλο και περισσότερα πλούτη και κατέχουν όλο και περισσότερη εξουσία, ενώ οι πολλοί στη βάση είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν, τους ξυλοκοπούν όταν ξεφεύγουν από τα όρια και τελικά καθίστανται περιττοί και πετιούνται, όπως ακριβώς οι ιδιωτικοί κήποι παραμένουν προσεκτικά φροντισμένοι από τους κηπουρούς ενώ τα απέραντα τροπικά δάση έχουν ήδη μπει στα πρώτα στάδια της μη αναστρέψιμης κατάρρευσης. Το ζοφερό κόστος αυτού του τρόπου ζωής πληρώνεται βέβαια σχεδόν αποκλειστικά από όσους έχουν καταδικαστεί να ζουν στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, ωστόσο σήμερα κανένας και καμία δεν παραμένει πλήρως προστατευμένος ή ανέγγιχτος από την καταστροφή που αδιάκοπα συσσωρεύει ερείπια πάνω σε ερείπια και σκάβει τάφους πάνω σε τάφους. Βλέποντας ένα μεγάλο φάσμα βίας να παρουσιάζεται όλο και πιο ζωηρά στις οθόνες τους, οι πλούσιοι σπεύδουν να υποχωρήσουν σε όλο και μικρότερους θύλακες, περιφραγμένους από όλο και ψηλότερα τείχη, περιτριγυρισμένους σε κάθε τους πλευρά από όλο και πιο εγκαταλελειμμένους τόπους και ανθρώπους, ελπίζοντας να κρύψουν τους εαυτούς τους και τις περιουσίες τους από έναν κόσμο που ο καπιταλισμός καταστρέφει τόσο ολοκληρωτικά. Όσοι έχουν λιγότερα μέσα στη διάθεση τους, ολοένα και πιο εκτεθειμένοι, ευάλωτοι και σε κίνδυνο, φτιάχνουν αυτοσχέδιες σχεδίες και αναλώνονται σε έναν αγώνα να μην πνιγούν.
Το φτώχαιμα της ζωής έχει κατακλύσει την κοινωνία τόσο ολοκληρωτικά ώστε πλέον παρουσιάζεται ως ένα ακόμη ασήμαντο στοιχείο του σκηνικού, εντελώς προβλέψιμο και πλήρως υπολογισμένο εκ των προτέρων, ευρέως αποτυπωμένο και σε δημόσια θέα για να το βλέπουν όλες και όλοι, τοιχοκολλημένο στο εσωτερικό κάθε βλεφάρου. Σε μια κοινωνία της οποίας η κοινή λογική περιλαμβάνει την αέναη υποβάθμιση, υποτίμηση και καταστροφή των ζώντων, κανείς δεν μπαίνει πια στον κόπο να αρνηθεί ή να αποκρύψει την πραγματικότητα ότι παιδιά-εργάτες θάβονται στο κοβάλτιο που προσπαθούν να εξορύξουν σκάβοντας τη γη με τα χέρια, ότι οικογένειες μεταναστών καταρρέουν και πεθαίνουν στα σύνορα κάτω από τον ήλιο της ερήμου ή ότι εξοντωμένοι και σε κατάθλιψη εργάτες πηδούν από τα παράθυρα των επάνω ορόφων των εργοστασίων συναρμολόγησης iPhone. Πλούσιοι και φτωχοί αντάμα σκρολάρουν βίντεο με στρατιωτικά αεροσκάφη που βομβαρδίζουν σκηνές προσφύγων, με αστυνομικούς που ψεκάζουν διαδηλωτές και με ανθρώπους που τους μαζεύουν από τους δρόμους και τους στέλνουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, εικόνες που χρησιμεύουν ως υπενθυμίσεις υψηλής ανάλυσης για το πόσο περιττή και αναλώσιμη έχει κάνει τη ζωή ο καπιταλισμός.
Στη βάση της ταξικής κοινωνίας βρίσκεται ένας ολοένα και μεγαλύτερος διαχωρισμός μεταξύ κόσμων που έχουν κατασκευαστεί για να προστατεύουν, να θρέφουν και να εμπλουτίζουν τη ζωή και κόσμων που έχουν κατασκευαστεί για να την εκμεταλλεύονται, να την υποτάσσουν και να την ξεφορτώνονται, και όμως σε όλους αυτούς τους κόσμους υπάρχει η συναίνεση πως ό,τι έχει απομείνει από την καλή ζωή έχει πλέον ως αποκλειστικό θεμέλιο την φαινομενικά απεριόριστη υποτίμηση της ζωής και της Γης στο σύνολό της. Ακόμα και όσοι ζουν στους πολυτελείς πύργους κατοικιών της μητρόπολης, περιτριγυρισμένοι από προηγμένα συστήματα παρακολούθησης, έξυπνες οικιακές συσκευές και ένοπλους σεκιουριτάδες, διαπιστώνουν τώρα ότι παρόλ’ αυτά πρέπει κάθε πρωί που βγαίνουν για να ξεκινήσουν τη μέρα τους, να περνάν πάνω από ανθρώπους που κοιμούνται στο πεζοδρόμιο. Μία από τις διαρκείς αντιφάσεις της ταξικής κοινωνίας είναι ότι οι ακραία διαχωρισμένοι κόσμοι της συνυπάρχουν παρόλ’ αυτά στον ίδιο κόσμο, και κατά συνέπεια, ο πλούτος που συσσωρεύεται δεν μπορεί ποτέ να αφαιρεθεί πλήρως ή να αποστασιοποιηθεί απόλυτα από τη συσσωρευμένη βία και καταστροφή που απαιτείται για την παραγωγή, τη συντήρηση και την υπεράσπισή του. Ο κόσμος χωρίζεται ολοένα και περισσότερο σε κόσμους που προορίζονται για τη ζωή και κόσμους που προορίζονται για τον θάνατο, και όμως η ερήμωση που προκύπτει από αυτόν τον διαχωρισμό οικοδομείται σταθερά μέχρι να καθορίσει τις συνθήκες ύπαρξης όλων.
Η αληθινή φτώχεια της κοινωνίας μας δεν έγκειται στο ότι καταστρέφει τόσο πρόθυμα τη Γη και ερημώνει τους ζωντανούς, αλλά στο ότι η κοινωνία έχει ατροφήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί πια να φανταστεί άλλο τρόπο ζωής. Η πολιτική και η οικονομία έχουν πλέον εισέλθει στο τελικό τους στάδιο και έχουν αποδείξει ότι δεν μπορούν πια να προσφέρουν καμία προοπτική, ότι μπορούν μόνον να επιβάλλουν αυστηρότερους ελέγχους και να αποσπούν κέρδη από έναν κόσμο που συνεχίζουν να μετατρέπουν σε σκουπιδότοπο. Το γεγονός ότι η πρόοδος είναι καταστροφή φαίνεται πλέον απολύτως λογικό και τετριμμένο, προσδίδοντας μια αίσθηση κοινοτοπίας στην συνεχιζόμενη ιστορία της οικονομικής μεγέθυνσης ως συνεχούς εξάλειψης των ιθαγενών, υποδούλωσης των εργαζομένων, αστυνόμευσης των φυλετικοποιημένων και σεξουαλικοποιημένων άλλων, καταστροφής της Γης και πολλαπλασιασμού του θανάτου. Μέσα από τα ερείπια αυτού του πολιτικού και οικονομικού αδιεξόδου αναδύεται ο πιο πρόσφορος και επικερδής τρόπος, για να διασφαλιστεί ότι θα συνεχιστεί τόσο η συσσώρευση όσο και η ερήμωση της κοινωνίας: Πρόκειται για ορισμένα υπό διαμόρφωσιν πολιτιστικά μέσα, για ένα σύνολο μορφών και τεχνικών που φιλοδοξούν να καταλάβουν την εξουσία πάνω στον θάνατο καταλαμβάνοντας την εξουσία πάνω στην αναπαράστασή του, παρουσιάζοντας τον θάνατο ως εικόνα.
Όταν η καπιταλιστική κοινωνία αντικειμενοποιεί τον θάνατο ως διαδικτυακές φωτογραφίες, βίντεο και τόσες άλλες εικαστικές μορφές, δημιουργεί την εντύπωση ότι πρόκειται απλώς για ένα ακόμη προϊόν που μπορούμε να δούμε και να καταναλώσουμε όταν θέλουμε, να το διαδώσουμε ή να το ανταλλάξουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και στη συνέχεια να το αγνοήσουμε και να το απορρίψουμε κατά βούληση, ακόμα και όταν ο ίδιος ο θάνατος πολλαπλασιάζεται και διασπείρεται όλο και περισσότερο και με όλο και λιγότερες αναστολές. Με αυτόν τον τρόπο, ο καπιταλιστικός διαχωρισμός του κόσμου σε κόσμους αναπαράγεται επισήμως και ως πολιτιστικός διαχωρισμός του θανάτου από την απεικόνισή του, καθιστώντας τον θάνατο αφηρημένο και αντικειμενοποιώντας τον σε όλο και πιο θεαματικές μορφές. Όπως ακριβώς η ατελείωτη ροή αναλώσιμων αγαθών αντικατοπτρίζεται στην αναλώσιμη φύση των εργατών που τα παράγουν, η γενική αναλώσιμη φύση της ζωής αντικατοπτρίζεται τώρα σε εικόνες θανάτου διαθέσιμες με ευκολία για σκρολάρισμα, επικαιροποίηση, μετατροπή σε χρήμα, παρακολούθηση, διαγραφή και ξεφόρτωμα. Ο καπιταλισμός οργανώνει τον τρόπο με τον οποίο αναπαριστάται ο θάνατος, φέρνοντάς τον στο προσκήνιο φευγαλέα, ορατό τόσο γρήγορα όσο γρήγορα μπορεί και να διαγραφεί, καθιστώντας τον τυπικά ισοδύναμο με τις πλαστικές σακούλες αγορών που χρησιμοποιούνται και στη συνέχεια πετιούνται παντού ως σκουπίδια γεμίζοντας τους δρόμους και τη βλάστηση. Δεν υπάρχει πλέον λόγος να αποκρύπτουμε τον θάνατο όταν αυτός μπορεί να αφομοιωθεί πολιτισμικά με αυτόν τον τρόπο, όταν μπορεί να αισθητικοποιηθεί ολοένα και περισσότερο, όταν ο θάνατος μπορεί να γίνεται ορατός με μορφές εύκολα καταναλώσιμες και ανακυκλώσιμες.
Η αυξανόμενη βία που βρίσκεται στη βάση της ταξικής κοινωνίας, όλη η συσσώρευση που ερημώνει και η ερήμωση που συσσωρεύεται αναπόφευκτα αρχίζουν να στερεοποιούνται και να δημιουργούν τις ιστορικές συνθήκες για να αναδυθεί μια πιο αδυσώπητη και δραματική κατάσταση. Καθώς γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να κατανοήσουμε τη ζωή σε έναν κόσμο που βασίζεται σε έναν τόσο μεγάλο βαθμό θανάτου, καθώς οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αφομοιώσουν την εμπειρία του θανάτου που συσσωρεύεται τόσο άφθονα παντού, ως διέξοδος παρουσιάζεται ο φασισμός, αυτή η μορφή κοινωνίας που βασίζεται στην αναδιοργάνωση κάθε κοινωνικής ζωής με βάση τον θάνατο, μετατρέποντας την παθητική αδιαφορία απέναντι στον θάνατο σε ενεργή επιθυμία γι' αυτόν. Ο φασισμός, που ενυπήρχε πάντα ως λανθάνουσα δυνατότητα μέσα στην ιστορία του καπιταλισμού, αναδύεται στην κουλτούρα ως μια διευρυνόμενη αισθητικοποίηση της εξόντωσης, θρέφοντας μια κοινωνία που γοητεύεται όλο και περισσότερο από τις εικόνες της ίδιας της της ερήμωσης, προσκαλώντας όλους να αναζητήσουν νέους τρόπους ζωής στο θέαμα του θανάτου. 1
Το Μουσείο MOCO της Βαρκελώνης, στεγασμένο στο Palacio Cervelló στο ιστορικό κέντρο της πόλης, άνοιξε το 2021 ως το τρίτο τμήμα του μουσείου, μετά τα παραρτήματά του στο Άμστερνταμ και το Λονδίνο. Στους τοίχους του συναντάς έργα των Banksy, Marina Abramovic και Takashi Murakami, ατμοσφαιρική ηλεκτρονική μουσική παίζει μέσα από ηχεία κρυμμένα σε εσοχές, ενώ οθόνες LED προβάλλουν ψηφιακά χρηματικοποιημένα άυλα έργα τέχνης (NFT) των Beeple, Paris Hilton και JR. Περπατώντας στο μουσείο, διαπιστώνεις ότι δεν σχεδιάστηκε ως χώρος για την προβολή έργων τέχνης, αλλά για τη λήψη selfies με αυτά, καθώς τα έργα είναι τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνονται και να απαθανατίζονται μέσα από τον φακό ενός smartphone. Σε μεγάλους διαδρόμους υπάρχουν καθηλωτικά installation, έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να τραβήξει φωτογραφία του εαυτού του να αντανακλάται σε τοίχους-καθρέφτες που περιβάλλονται από πολύχρωμα φώτα. Πίνακες και φωτογραφίες μεγάλου μεγέθους έχουν τοποθετηθεί έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι κανείς δεν θα μπαίνει στη γωνία λήψης και δεν θα εμποδίζει τις selfies των υπολοίπων. Κάθε εικόνα που τραβιέται στο μουσείο και στη συνέχεια κοινοποιείται στο διαδίκτυο είναι απλώς άλλος ένας τρόπος επιβεβαίωσης αυτού που έχει επιβληθεί ως εντυπωσιακή αλήθεια της κοινωνικής ζωής: Φαίνομαι, άρα υπάρχω .
Ενώ θα ήταν εύκολο να προσπεράσουμε το MOCO ως άλλη μία κενή εκδήλωση του πολέμου εξευγενισμού εναντίον της πόλης, θα μας ξέφευγε έτσι ο τρόπος με τον οποίο, σε μέρη όπως αυτά, η καπιταλιστική κουλτούρα ξεδιπλώνεται στην ιστορικά πιο προηγμένη μορφή της. Ο πολιτισμός δεν ασχολείται πλέον καθόλου με την έκφραση εννοιών, ούτε καν με την οπτική αναπαράσταση οποιουδήποτε πράγματος, αλλά μάλλον κατευθύνει την κοινωνία να επισημοποιηθεί πρώτα ως εικόνα. Στην εποχή μας, η πραγματικότητα δεν εμφανίζεται απλώς με ολοένα και πιο ποικίλους τρόπους, αλλά κυρίως οργανώνεται, υποτάσσεται και τελικά βιώνεται ως το άθροισμα των αναπαραστάσεών της. Πολύ λίγα ξεφεύγουν από τη θεαματική ανασύνθεση του κόσμου, καθώς όλα, από τις πιο συνηθισμένες έως τις πιο ενοχλητικές πτυχές της κοινωνίας, δομούνται μεθοδικά ως εικόνες. Εργοστάσια, αποθήκες και αλυσίδες fast food επανασχεδιάζονται έτσι ώστε οι κινήσεις των εργαζομένων να εποπτεύονται, να αναλύονται και να βελτιστοποιούνται από συστήματα επιτήρησης, οι προσωπικές σχέσεις μετατρέπονται στον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται με την αέναη οπτικοποίησή τους σε διαδικτυακές πλατφόρμες και το τμήμα αλλοδαπών διασφαλίζει πρώτα ότι ο φωτισμός είναι σωστός πριν σπάσουν μια πόρτα και σύρουν ανθρώπους σε αυτοκίνητα χωρίς διακριτικά υπό την κάλυψη κινηματογραφικών συνεργείων. Καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται στις οθόνες, η παρουσίαση του κόσμου υπερισχύει παντού του ίδιου του κόσμου. 2
Πουθενά δεν είναι πιο εμφανή όλ’ αυτά από ό,τι σε προσωπικότητες όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επιθυμεί να εμφανίζεται όλο και πιο συχνά, σε όλο και πιο πολλές μορφές και περιστάσεις. Όταν η σφαίρα δεν κατάφερε για ένα εκατοστό να διαπεράσει το κρανίο του, η μόνη σκέψη του Τραμπ ήταν να ποζάρει στις κάμερες με τη γροθιά του υψωμένη, να γίνει εικόνα. Ακόμα κι αν ο Τραμπ είχε τελικά σκοτωθεί, θα ήταν ο πρώτος που θα απολάμβανε το εκπληκτικό θέαμα της ίδιας του της δολοφονίας. Η πολιτική του άνοδος και ολόκληρη η λογική της διοίκησής του έχουν χτιστεί εξ ολοκλήρου σε αυτό το θεαματικό θεμέλιο των εικόνων. Ακόμη και οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει τον έλεγχο της οικονομίας, του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, των υπηρεσιών κατασκοπείας και του στρατού επιλέχθηκαν λόγω του τρόπου που εμφανίζονται στην τηλεόραση. Ενώ πολλοί πολιτικοί σχολιαστές έχουν κάνει καριέρες ψυχαναλύοντας τον Τραμπ και κάνοντας εικασίες για τα κρυφά του κίνητρα, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα κρυφό. Ο Τραμπ είναι αυτό στο οποίο μετατρέπεται μια ζωή που έχει απαλλαγεί από κάθε εσωτερικότητα προκειμένου να εκτεθεί πλήρως, επιθυμώντας απλώς η παραμικρή λεπτομέρεια να γίνεται ορατή, γυμνή, στην ολότητά της, για πάντα, από όλους.
Καθώς η πραγματικότητα έχει τεθεί σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την οπτικοποίησή της, ένας τεράστιος αριθμός θεαμάτων έχει εισβάλει στην κοινωνική ζωή, θεάματα που λειτουργούν ως οργανωτές της κοινωνίας μέσω της οργάνωσης της αναπαράστασης της. Όταν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, καταφεύγοντας στη Γαλλία για να ξεφύγει από τους Ναζί, άρχισε να αναλύει τον κινηματογράφο, θεωρούσε θλιβερό το ότι η αυτόματη διαδοχή εικόνων που προβάλλονταν στην οθόνη μείωνε την ικανότητα να αναπτύξει κανείς κριτική σχέση απέναντί τους. Ενώ κανείς μπορεί να σταθεί σε απόσταση από έναν πίνακα και να συλλογιστεί, εστιάζοντας στα διάφορα μορφολογικά στοιχεία του πίνακα και με μια εσωτερική κίνηση που συνοδεύει τη σκέψη, η γρήγορη προβολή μεμονωμένων καρέ από τον κινηματογράφο καθιστούσε πλέον αδύνατο να «σκέφτεσαι αυτό που θέλεις να σκέφτεσαι», καθώς η ίδια η σκέψη «αντικαταστάθηκε από κινούμενες εικόνες». 3 Ακριβώς όπως τα μαζικά παραγόμενα προϊόντα αναμόρφωσαν πλήρως κάθε διάσταση της κοινωνικής ζωής, η μαζική παραγωγή και διάδοση εικόνων παρείχε τελικά τα πολιτιστικά μέσα αναμόρφωσης των όρων υπό τους οποίους μπορούσε κανείς να σκεφτεί και να αντιληφθεί τη καπιταλιστική κοινωνία.
Ο Μπένγιαμιν έβλεπε τον κινηματογράφο ως μέσο παραγωγής και διάδοσης εμπειρίας, οργάνωσης των ίδιων των αισθήσεων παράλληλα με την οργάνωση της βιομηχανίας από τον καπιταλισμό. Ο χώρος και ο χρόνος της αντίληψης μπορούσαν πλέον να αναμορφωθούν και να αναδιοργανωθούν τεχνολογικά, χρησιμοποιώντας το μοντάζ για να αποκόψουν και στη συνέχεια να συρράψουν ανόμοιες σκηνές και στιγμές, ακριβώς όπως η παγκόσμια επέκταση του καπιταλισμού είχε διαχωρίσει πλήρως τον κόσμο μόνο και μόνο για να τον επανενώσει διαχωρισμένο, επεκτείνοντας τα οικονομικά μέσα παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων στην παραγωγή και διακίνηση του αισθητού.4 Μια τεχνολογική και ιστορική εξέλιξη ενός τόσο μεγάλου μεγέθους σάρωσε τελικά την κοινωνία με σοβαρή και ολοκληρωτική δύναμη, σκορπίζοντας παντού στο πέρασμα της μεταφυσικά θραύσματα και συντρίμμια, θρυμματίζοντας την πραγματικότητα σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό εικόνων που ανασυντίθενται διαρκώς σε μια όλο και πιο θεαματική πραγματικότητα. Ο Μπένγιαμιν φοβόταν ότι ο κινηματογράφος θα αποτελούσε ένα επικίνδυνο μέσο στα χέρια των φασιστικών κινημάτων που επιδίωκαν να εργαλειοποιήσουν αυτή την «αντίληψη που έχει μεταλλαχθεί μέσω της τεχνολογίας», να αναδιαμορφώσουν την κοινωνική ζωή κατακλύζοντάς την με εικόνες, και με αυτόν τον τρόπο να υλοποιήσουν μια κοινωνία βασισμένη στον ατελείωτο πολλαπλασιασμό και την αισθητικοποίηση της κυριαρχίας και του θανάτου. 5
Στην εποχή μας, η υποταγή του κόσμου στην εικόνα του έχει ιστορικά εξελιχθεί σε ένα πολύ προηγμένο επίπεδο, χρησιμοποιώντας ψηφιακές τεχνολογίες που έχουν σχεδιαστεί για να καλλιεργούν μια οπτικοποίηση χωρίς όριο. Οι εικόνες μπορούν πλέον να παραχθούν, να διανεμηθούν και να καταναλωθούν οπουδήποτε, χρησιμοποιώντας απλά ένα τηλέφωνο, και ενώ οι ταινίες είχαν συγκεκριμένη διάρκεια, δεν υπάρχει περιορισμός στον χρόνο κατά τον οποίο μπορείτε να παραμένετε μαγεμένοι μπροστά σε μια ψηφιακή οθόνη καθώς μια άπειρη ακολουθία περιεχομένου παρέχεται απρόσκοπτα από το διαδίκτυο. Ενώ ο κινηματογράφος επισημοποιήθηκε ως η μαζική παραγωγή εικόνων για τις μάζες, οι ψηφιακές μας τεχνολογίες έχουν δημιουργήσει, παράλληλα με τον ολοκληρωτισμό, μια τάξη αισθήσεων που εξατομικεύει: κάθε άτομο παράγει τις δικές του εικόνες και συγχρόνως του προσφέρεται η δική του εξατομικευμένη ροή εικόνων, καθώς η ίδια η πραγματικότητα έχει ισοπεδωθεί σε μια οθόνη που λαμβάνει τις διαστάσεις του ίδιου του κόσμου. 6 Ενώ ο Μπένγιαμιν προειδοποιούσε ότι η σκέψη κινδύνευε να αντικατασταθεί από εικόνες, υπό τις παρούσες συνθήκες η σκέψη απειλείται επίσης από αλγόριθμους που ελέγχουν την διαδικτυακή παραγωγή, διάδοση και κατανάλωση των εικόνων, διασφαλίζοντας ότι αυτές καθίστανται ολοένα και πιο ενσωματωμένες και ολοένα και πιο αδιαχώριστες από κάθε στιγμή της ζωής, καθιστώντας την ίδια την ύπαρξη όλο και λιγότερο διακριτή από την αναπαράστασή της. Η κοινωνία μετατρέπεται παντού σε μια μορφή streaming, καθιστώντας κάθε πτυχή της τόσο άμεσα προσβάσιμη όσο και εξαιρετικά επιφανειακή: εικόνες μεταδίδονται από κέντρα δεδομένων σε οθόνες, προϊόντα μεταφέρονται στα σπίτια από εργοστάσια και αποθήκες διανομής στο εξωτερικό, ενώ ζωές σε streaming εκτελούν εργασίες που τους ανατίθενται διαδικτυακά μέσω gig apps, καθώς ολόκληρος ο κόσμος κυκλοφορεί και οργανώνεται ως μια συσσώρευση αναπαραστάσεων στο διαδίκτυο.
Καθώς το σύνολο της πραγματικότητας υφίσταται αυτόν τον θεαματικό μετασχηματισμό, οι εικόνες γίνονται τόσο πανταχού παρούσες όσο και προσωρινές, τόσο εύκολα προσβάσιμες όσο και ολιγόχρονης χρήσης, τόσο απαραίτητες για την κοινωνική ζωή όσο και ουσιαστικά ισοδύναμες μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να έχουν ελάχιστη έως καθόλου αξία. Η αναλωσιμότητα των εικόνων ακολουθεί έτσι την ίδια τυπική λογική με την αναλωσιμότητα των εμπορευμάτων, η οποία είναι ταυτόχρονα η αναλωσιμότητα της ζωής, η οποία είναι η αναλωσιμότητα του κόσμου. Οι εικόνες προβάλλονται στις οθόνες και μετά εξαφανίζονται καθώς σκρολάρουμε, όπως ακριβώς τα smartphones καθίστανται γρήγορα απαρχαιωμένα και πετιούνται στα σκουπίδια μόλις κυκλοφορήσει η επόμενη έκδοση, όπως ακριβώς οι εργαζόμενοι απολύονται και αντικαθίστανται απρόσκοπτα όταν τραυματίζονται ή περιττεύουν, όπως η ερήμωση μιας περιοχής της Γης λόγω της καταστροφικής γεωργίας, υλοτομίας, αλιείας ή εξόρυξης σημαίνει απλώς ότι είναι καιρός οι επενδύσεις να μετεγκατασταθούν και να ισοπεδώσουν την επόμενη περιοχή. Ο καπιταλισμός έχει ιστορικά μετατραπεί σε μια συλλογική σύμβαση αυτοκτονίας, υποτάσσοντας ολόκληρο τον κόσμο στη μανία της οικονομίας για άπειρη συσσώρευση και με αυτόν τον τρόπο ενσωματώνοντας ολόκληρο τον κόσμο στη διαδικασία της ίδιας του της καταστροφής. Όλα είναι αναγκασμένα να λειτουργούν, να κεφαλαιοποιούνται, να δουλεύουν για την οικονομία και έτσι να στερεύουν και τελικά να εξαλείφονται από αυτήν. Στη σκιά της συσσώρευσης πλούτου του καπιταλισμού βρίσκεται η συσσώρευση ολοένα και μεγαλύτερων όγκων εικόνων και αγαθών μιας χρήσης, μια μορφή παραγωγής που παράγει επίσης έναν κόσμο στον οποίο όλα, συμπεριλαμβανομένης της ζωής και του θανάτου, είναι μιας χρήσης. 7
Όταν ο Μπένγιαμιν διατύπωσε τη θεωρία του για τον τεχνολογικό μετασχηματισμό του πολιτισμού, επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στην καταστροφή της αύρας του έργου τέχνης , στη μοναδική και εντοπισμένη ύπαρξή του, στην ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητά του. Ένας πίνακας φέρει μαζί του την ιστορία του, η οποία αναδιαμορφώνεται υλικά από τους τόπους όπου έχει εκτεθεί, τον τρόπο με τον οποίο έχει διατηρηθεί και συντηρηθεί και τα χέρια από τα οποία έχει περάσει. Μια φωτογραφία ενός πίνακα, ωστόσο, ανατρέπει αυτή την τυπική λογική όταν παράγεται μαζικά, απλώνοντας την ύπαρξή της σε μια πολλαπλότητα πλαισίων, με καθένα από τα αντίγραφά του να είναι λίγο πολύ εναλλάξιμο με το άλλο. Ο καπιταλισμός, μετασχηματίζοντας τον θάνατο σε εικόνα, εξαλείφει τη μοναδικότητα του, μέσα από την ίδια τεχνολογική μεταβολή, ελαχιστοποιώντας την σε τέτοιο βαθμό ώστε να να μη διαφέρει από τις καρτ ποστάλ της Γκερνίκα που πωλούνται στα καταστήματα δώρων των μουσείων ή από τα τα βαρέλια αργού πετρελαίου που διακινούνται μέσω των αλυσίδων εφοδιασμού. Στη ζωή δεν υπάρχει ίσως τίποτα τόσο μοναδικό όσο ο θάνατος, εκείνη η ασύγκριτα πυκνή στιγμή κατά την οποία η μορφή μας δίνει τη θέση της σε μια άλλη, και όμως ο καπιταλισμός αρνείται στον θάνατο την μοναδικότητά του καθιστώντας τον όλο και πιο μετρήσιμο και ανταλλάξιμο, εγκλωβίζοντας τον στα δίκτυα κατανάλωσης και ανταλλαγής. Ακριβώς όπως ο καπιταλισμός που εκκρίνει από κάθε του πόρο, από την κορυφή ως τα νύχια, αίμα και βρωμιά, παρουσιάζεται ωστόσο σε μια γυαλιστερή συσκευασία τακτοποιημένη σε κάποιο ράφι καταστήματος, ο θάνατος που παράγεται από τον καπιταλισμό εμφανίζεται με τρόπους που είναι δομικά διαχωρισμένοι από την πραγματικότητά του, ώστε να διευκολύνουν την αβίαστη κατανάλωσή του. Καθώς η καπιταλιστική κοινωνία ξεφορτώνεται τη ζωή φέρνει παντού θάνατο, για να τον ξεφορτωθεί μετά κι αυτόν.
Η καπιταλιστική υποταγή του κόσμου στην αναπαράστασή του εξαρτάται από μια θεαματική διαδικασία που προσκαλεί τους ανθρώπους να αντιληφθούν τον κόσμο από την οπτική γωνία του κεφαλαίου και, ως εκ τούτου, να εκτιμήσουν και να απολαύσουν όλους τους τρόπους με τους οποίους η καπιταλιστική κοινωνία φέρνει στον κόσμο τον θάνατο. Καθώς η συνεχής επέκταση της οικονομίας βασίζεται και απαιτεί την επέκταση των μορφών καταστροφής, ο θάνατος ο ίδιος τελικά δεν αντιμετωπίζεται ως συντρίμμια που πρέπει να πεταχτούν στην περιφέρεια ή να καταχωθούν κάτω από την επιφάνεια, αλλά παρουσιάζεται ως ένα ακόμα αντικείμενο της αισθητικής οικονομίας, ως άλλη μια συναρπαστική και εμπορευματοποιημένη εικόνα. Οι εικόνες του θανάτου καταναλώνονται άλλοτε βιαστικά και άλλοτε με πάθος, είτε παρέχοντας ένα φευγαλέο συναίσθημα είτε δίνοντας μορφή σε έντονες φαντασιώσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση ο θάνατος προσεγγίζεται απλώς ως ένα ακόμα προϊόν της καπιταλιστικής κοινωνίας. Υπό αυτές τις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες, ο φασισμός μπορεί όχι μόνο να αρχίσει να ριζώνει, αλλά, πολύ περισσότερο, να ευδοκιμήσει, βλασταίνοντας σε μια κοινωνία όπου ο τρόπος που κοιτάζουμε έχει πλήρως ταυτιστεί με τον τρόπο που ζούμε, ωθώντας τη ζωή να οργανωθεί όλο και περισσότερο γύρω από τον θάνατο, καλωσορίζοντας όλο και περισσότερο τον θάνατο ως εικόνα. 8
Τι συνεπάγεται το να υποτάσσεσαι σε μια φασιστική κουλτούρα, το να αποδέχεσαι και να ζεις μια φασιστική ζωή; Πάνω απ' όλα, απαιτείται να ταυτίζεσαι με την άποψη ότι κάποιοι άνθρωποι είναι προορισμένοι να ζουν ενώ άλλοι είναι προορισμένοι να πεθάνουν, να αντιλαμβάνεσαι τη ζωή και τον θάνατο ως συμπληρωματικές καταχωρήσεις στους ισολογισμούς του καπιταλισμού και, τελικά, να βλέπεις κυριολεκτικά τις ζωές με αυτόν τον τρόπο. Η οικονομική διαίρεση μεταξύ ευημερίας και φτώχειας, που αποτελεί το θεμέλιο της ταξικής κοινωνίας, παίρνει έτσι και μορφή ως μια λογική διαίρεση μεταξύ ζωών που θεωρούνται ότι έχουν αξία και ζωών που θεωρούνται άχρηστες, αισθητικά διαμορφωμένες από την καταστροφή, που είναι εγγενής στην πλήρη χρηματικοποίηση της ζωής και του θανάτου. Ένας φασίστας απολαμβάνει την ίδια φτηνιάρικη χαρά τόσο όταν αγοράζει κάτι, όσο και όταν βλέπει ένα άτομο να ποδοπατείται, και τα δύο εμφανίζονται ως μέρος της κοινής λογικής της καπιταλιστικής κοινωνίας που φτιάχνει τη ζωή με βάση τον πολλαπλασιασμό του θανάτου. Στην καρδιά του φασισμού βρίσκεται το όνειρο της επίτευξης μιας συνολικής σύνθεσης κεφαλαίου και ζωής, της διασφάλισης ότι ο καπιταλισμός θα καθορίσει όχι μόνο τη μορφή της οικονομίας και της πολιτικής, αλλά και τη μορφή κάθε πιθανού νοήματος, επιθυμίας και εμπειρίας, το όνειρο της δημιουργίας μιας κοινωνίας στην οποία το επιθυμητό δεν είναι μόνο η συσσώρευση αλλά και ο όλεθρος. Αυτό είναι το πραγματικό βάθος της καταστροφής: η ζωή υποβαθμίζεται και απορρίπτεται αδιάκοπα, και όμως οι ζωές έλκονται και προσκολλώνται -αισθησιακά, αισθητικά, υποκειμενικά, λιμπιντικά- σε ολοένα και πιο εκθαμβωτικές μορφές καταστροφής, που ταυτίζονται με την κοινωνική ζωή την ίδια.
Το να βλέπεις τον κόσμο όπως τον βλέπει το κεφάλαιο σημαίνει ότι βλέπεις την συνεχιζόμενη ερήμωση της ζωής ως τη βάση κάθε περαιτέρω συσσώρευσης και, ως εκ τούτου, σημαίνει ότι αναγνωρίζεις ότι έχει αξία η ταπείνωση, η υποδούλωση και ο θάνατος των άλλων. Σε βίντεο που δημιουργήθηκε από τεχνητή νοημοσύνη και δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο από τον Τραμπ τις πρώτες εβδομάδες της δεύτερης θητείας του, σκηνές παιδιών που περιπλανιούνται στα ερείπια της Γάζας ακολουθούνται από σκηνές με γεμάτα νυχτερινά κέντρα, πολυτελή γιοτ αγκυροβολημένα σε παρθένες παραλίες και ακριβά σπορ αυτοκίνητα σε λαμπερά εμπορικά κέντρα. Το βίντεο, έχοντας προβληθεί και κοινοποιηθεί από εκατομμύρια χρήστες στο διαδίκτυο, είχε σκοπό να μας κάνει να αποδεχθούμε ότι η γενοκτονία στην Παλαιστίνη έλαβε χώρα για να γίνουν αυτές οι εικόνες πραγματικές, προσκαλώντας τους θεατές να απολαύσουν την εμφάνιση ενός θέρετρου χτισμένου πάνω σε μαζικούς τάφους, στο θέαμα της πολυτέλειας και του πλούτου που προκύπτουν από την εξάλειψη και την ερήμωση, σε ένα θέαμα θανάτου του οποίου η αισθητική προέρχεται από την υποτίμηση και την καταστροφή όσων είναι θαμμένοι κάτω από τα ερείπια. Καθώς η ζωή και ο θάνατος συλλαμβάνονται μέσα στην αισθητική οικονομία του καπιταλισμού, οι άνθρωποι γοητεύονται από την άποψη ότι η επιβίωση, η ευχαρίστηση και η ευημερία εδώ εξισώνονται απαραίτητα με τη δυστυχία, τα βάσανα και την εξόντωση εκεί, ότι η ζωή συντηρείται και αποκτά νόημα όχι μόνο από τις παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού που παρέχουν ατελείωτη ροή αγαθών, αλλά και από τις καταστροφικές του δυνάμεις που απορρίπτουν ό,τι έχει καταστεί άχρηστο. Ακριβώς όπως τα σκοτεινά σημεία μιας εικόνας αναδεικνύουν το φωτεινό και λαμπερό θέμα της, ο φασισμός προσκαλεί τους πάντες να δουν ότι όχι μόνο η δυνατότητα ύπαρξης αλλά και η ομορφιά της δικής τους ζωής βασίζεται στον θάνατο των άλλων, και με αυτόν τον τρόπο να δουν τον θάνατο των άλλων ως όμορφο.
Τα θεάματα του φασισμού κανονικοποιούν τον θάνατο ως εικόνα, έτσι ώστε, τελικά, η παρουσίαση του θανάτου να γίνεται προϋπόθεση για την επίτευξη του. Καθώς μαζεύουν τις μετανάστριες και τους μετανάστες από τους δρόμους, τους σέρνουν σε πτήσεις απέλασης και τους κλείνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ελ Σαλβαδόρ, drones και κινηματογραφικά συνεργεία συνοδεύουν κάθε βήμα της διαδικασίας, έτσι ώστε αυτή η υποβάθμιση και υποδούλωση της ζωής να συνδυαστεί με την οπτική της αναπαράσταση, δημιουργώντας ένα θέαμα της κυριαρχίας επί της κοινωνίας και κυριαρχώντας στη ζωή με μια θεαματική μορφή, εδραιώνοντας περαιτέρω μια φασιστική κουλτούρα που εκθειάζει τον θάνατο προκειμένου να ζήσει το κεφάλαιο. Ισραηλινοί στρατιώτες σκηνοθετούν βίντεο με προτάσεις γάμου περιτριγυρισμένοι από τη θανάσιμη φρίκη που έχουν εξαπολύσει στη Γάζα, ο Υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ ποζάρει μπροστά σε κουκέτες κρατουμένων με ξυρισμένα κεφάλια σε μια μορφή που παραπέμπει κατευθείαν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Οι εικόνες της ζωής συνδυάζονται με εικόνες κυριαρχίας και θανάτου, προκειμένου να εμπεδωθεί περαιτέρω ο διαχωρισμός μεταξύ εκείνων που θεωρούνται άξιοι ζωής και εκείνων που κρίνονται άξιοι θανάτου, και τελικά αυτός ο διαχωρισμός να καταστεί το θεμέλιο της εμπειρίας και της επιθυμίας. Τα θεάματα θανάτου του φασισμού διαχέονται στην πραγματικότητα δύο φορές, τόσο ως εικόνες που προετοιμάζουν το έδαφος για περαιτέρω ερήμωση, όσο και ως ερήμωση που προετοιμάζει το έδαφος για περαιτέρω εικόνες. Ο θάνατος δεν αρκείται ποτέ στην απλή απεικόνιση, αλλά αντίθετα διψάει αδιάκοπα για την μετατροπή του σε πραγματικότητα, γεμίζοντας τις οθόνες με εικόνες με την ίδια χειρονομία που γεμίζει μαζικούς τάφους με πτώματα.
Καθώς ο κόσμος γίνεται ολοένα και πιο αβίωτος, παραμένει το ερώτημα αν θα μπορέσουμε να συγκροτήσουμε τους εαυτούς μας με τέτοιο τρόπο ώστε ο κόσμος να γίνεται ολοένα και πιο αβάσταχτος. 9 Μια ζωή βιώνει κάτι ως αβάσταχτο όταν οδηγείται αισθητηριακά να αρνηθεί κάτι στον κόσμο, όταν δεν μπορεί πλέον να αντέξει μια εμπειρία και έτσι ωθείται να ανατρέψει ριζικά την κατάσταση μέσα στην οποία ζει. Ένας αφόρητος κόσμος είναι αυτός όπου τα πράγματα δεν μπορούν πλέον απλώς να συνεχίσουν ως έχουν, όπου η συνήθης ζωή γίνεται αφόρητη και πρέπει να ανατραπεί. Η δυσανεξία εκρήγνυται με ποικίλες μορφές, ως εργαζόμενοι που παραιτούνται από τη δουλειά γιατί ένα αφεντικό έχει πολλές απαιτήσεις, ως φοιτήτριες που καταλαμβάνουν ένα εργαστήριο της πανεπιστημιούπολης επειδή εκεί διεξάγεται στρατιωτική έρευνα, ως κρατούμενοι που βάζουν φωτιά στο κτίριο της φυλακής όταν ανακοινώνεται νέος κύκλος τιμωριών και περιορισμών. Σε κάθε περίσταση, αλλάζοντας την οπτική γωνία από την οποία αντιμετωπίζουμε μία κατάσταση αλλάζουμε κατευθείαν όσα είναι εφικτά μέσα σε αυτήν, αποκαλύπτουμε νέες γραμμές διαφυγής, αναδεικνύεται η πλευρά που πρέπει να διαλέξουμε, θέτουμε νέους στόχους στους οποίους πρέπει να επιτεθούμε. Το έργο του να κάνουμε τον κόσμο αβάσταχτο απαιτεί λοιπόν να έρθουμε σε βίαιη ρήξη με τη νοητική οργάνωση του κόσμου από το κεφάλαιο, να οξύνουμε τις αισθήσεις μας και να μοιραστούμε αντιλήψεις που θα μας επιτρέπουν να ζούμε πλήρως μέσα στην πραγματικότητα της κατάστασής μας και να την αντιμετωπίζουμε δυναμικά. 10
Τα θεάματα του φασισμού δημιουργούν τις συνθήκες μέσα στις οποίες οι μορφές θανάτου του καπιταλισμού εμφανίζονται ως αντικείμενα που είναι ταυτόχρονα αποκομμένα και επιθυμητά, και με αυτόν τον τρόπο λειτουργούν επίσης ως μορφές αμνησίας και αναισθητοποίησης,1 ως λήθη της ιστορίας της ερήμωσης που είναι η ιστορία του καπιταλισμού και ως παθητικοποίηση απέναντι στη βία του καπιταλισμού που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας. Η φασιστική κουλτούρα αποσκοπεί στο να μας κάνει ανίκανες να κατανοήσουμε τη ζωή και τους θανάτους μας, επιτρέποντάς μας να κατανοούμε τους εαυτούς μας μόνο στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Όσο η οικονομία καθορίζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη ζωή μας στον κόσμο, όσο θεωρούνται μέσα επιβίωσης οι μισθοί και όχι οι μεταξύ μας σχέσεις, όσο το μέλλον της αγοράς γίνεται αντιληπτό ως το μόνο δυνατό μέλλον, ο κόσμος θα είναι η οικονομία και η ερήμωση που προκαλεί. Ρωγμές και ρήγματα μπορούν να προκληθούν μόνο με τη σύνθεση και την εμβάθυνση μορφών συναίσθησης που διαπερνούν τις θεαματικές διαστάσεις της κοινωνίας, που ξέρουν να διακρίνουν μορφές ζωής που ξεκινούν εκεί που τελειώνει η οικονομία και έτσι σπάνε τον κλοιό του καπιταλισμού και του φασισμού στην εμπειρία μας από τον κόσμο. Το να καταστήσεις κάτι ανυπόφορο σημαίνει, πολύ απλά, το να δείξεις ότι το λογικό θα ήταν να καταστραφεί.
Ενώ η εποχή μας σημαδεύεται από την ερήμωση της ζωής, ταυτόχρονα κλυδωνίζεται από εξεγέρσεις που αναδύονται ως άρνηση της θεαματικής βίας της κοινωνίας. Οι εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης ξέσπασαν ως απάντηση στις εικόνες της αυτοπυρπόλησης του Μοχάμεντ Μπουαζίζι στην Τυνησία και της κρατικής δολοφονίας του Χαλέντ Σαΐντ στην Αίγυπτο. Οι δολοφονίες από μπάτσους των Όσκαρ Γκραντ, Μπριόνα Τέιλορ, Τζορτζ Φλόιντ και πολλών άλλων πυροδότησαν μερικές από τις πιο μαχητικές και εκτεταμένες εξεγέρσεις στην ιστορία των ΗΠΑ. Οι εξεγέρσεις αυτές ήταν τόσο εκρηκτικές επειδή εξαπολύθηκαν ενάντια σε ολόκληρη την τάξη του κόσμου, ενάντια στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζει ορισμένες ζωές ως άχρηστες, περιττές και αναλώσιμες, ενάντια σε μια κοινωνία οργανωμένη με βάση ολοένα και πιο αμείλικτες μορφές θανάτου. Η εμφάνιση αυτών των εξεγέρσεων στους δρόμους ήταν επομένως και η εμφάνιση μιας διαφορετικής μορφής συναίσθησης που βίωσε αυτούς τους θανάτους όχι ως μια ακόμη ανεκτή θυσία, αλλά ως άγρια σπίθα που έπρεπε να μετατραπεί σε φλόγα και η φωτιά της να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την κοινωνία. Μια εξέγερση, στη βάση της, σημαίνει ότι απορρίπτουμε όλους τους τρόπους με τους οποίους η ζωή γίνεται αντιληπτή από την οπτική γωνία του κεφαλαίου, τους τρόπους με τους οποίους η ζωή τοποθετείται μέσα στη θεαματική τάξη των αναπαραστάσεων, σημαίνει να μάθουμε να βλέπουμε τον κόσμο από την αρχή, στον δρόμο, ανάμεσα σε φίλους, στα οδοφράγματα.
Παρά την άγρια βία και καταστολή, αυτές οι εξεγέρσεις συνεχίζουν να ξεπηδούν με μεγάλη συχνότητα, μεταλαμπαδεύοντας παλαιότερες φλόγες που άναψαν μετά τη δολοφονία της Μάσα Αμινί στο Ιράν, του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στην Ελλάδα, του Ναέλ Μερζούκ στη Γαλλία. Οι κατασκηνώσεις διαμαρτυρίας στα πανεπιστήμια, οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις κτιρίων και οι πράξεις δολιοφθοράς κατά της συνεχιζόμενης γενοκτονίας στην Παλαιστίνη, είναι επίσης τμήμα της πλούσιας ιστορίας όσων έχουν απορρίψει την ερήμωση της ζωής και τον εναγκαλισμό της κοινωνίας με τον θάνατο, που έχουν αναπτύξει μια κοινή δυσανεξία στην υπάρχουσα κοινωνία και έχουν, ως συνέπεια, κηρύξει πόλεμο εναντίον της. Οι εξεγέρσεις αυτές είναι επικίνδυνες στο βαθμό που είναι ικανές να αντιληφθούν τον κόσμο ξέχωρα από τη λογική τάξη του καπιταλιστικού κόσμου. Ως συνέπεια, αναπτύσσουμε τρόπους να καταλαβαίνουμε η μία τον άλλον και να αντιλαμβανόμαστε μαζί την πραγματικότητα, ακονίζοντας μια συλλογική ικανότητα να πολλαπλασιάζουμε γραμμές μάχης που να διαπερνούν την πραγματικότητα εκεί που προηγουμένως δεν ήταν ορατές ούτε σ’ εμάς τις ίδιες. Σε μια κοινωνία που δεν επιτρέπει καμία προοπτική εκτός από τη δική της, το άνοιγμα της σκέψης και της προσοχής των ανθρώπων σε ό,τι είναι στην πραγματικότητα προφανές παντού, αυτό ισοδυναμεί με εξέγερση.
Το να αντιπαρατεθούμε με αυτό που τώρα εκμηδενίζει τον κόσμο σημαίνει να επανοικειοποιηθούμε τη ζωή και τον θάνατό μας από μια κοινωνία που φιλοδοξεί να οργανώσει και να καθορίσει πλήρως την αξία τους, και τελικά να αντιμετωπίσουμε τη ζωή και τον θάνατο ως το ίδιο το υλικό ενός αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο. Όταν ακριβώς η ζωή και ο θάνατος ανακτώνται από την καπιταλιστική κοινωνία, μπορεί να γεννηθεί μια αίσθηση του τι σημαίνει να διακινδυνεύεις τη ζωή και τον θάνατό σου σε έναν αγώνα ενάντια στον θάνατο. Καταστρέφοντας την κοινωνία που στερεί το νόημα από τη ζωή και τον θάνατο, δίνειςνέο νόημα στη ζωή και τον θάνατο που, καθώς απελευθερώνονται από την οικονομία, γίνονται όπλα εναντίον της. Το να βιώσουμε τη ζωή και τον θάνατο στη ριζοσπαστική τους μοναδικότητα σημαίνει να αντιληφθούμε ξανά και με πλήρη σαφήνεια τη ζωή και τον θάνατο, να συνειδητοποιήσουμε την ολότητα όσων είναι εφικτά στη ζωή και στον θάνατο, πέρα και ενάντια στη λογική της συσσώρευσης και της ερήμωσης. Η θεαματική σύνθεση της κοινωνίας μπορεί τελικά να ηττηθεί μόνο από την πλήρη αποσύνθεσή της, από την αναζήτηση νοήματος και ομορφιάς σε ό,τι φέρνει αταξία και καταστρέφει την αξία, από μια αναρχία στη δημιουργική μορφή. Ο καπιταλισμός και ο φασισμός προσφέρουν την εικόνα της ζωής ως λεπτή επίστρωση σ’ ένα πανόραμα θανάτου. Η ζωή πρέπει να αντιδράσει σπάζοντας την κορνίζα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 . «Η αυτο-αλλοτρίωση (της ανθρωπότητας) έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να βιώσει την καταστροφή της ως αισθητική απόλαυση πρώτης τάξης. Αυτή είναι η κατάσταση της πολιτικής την οποία ο φασισμός καθιστά αισθητική». Βάλτερ Μπένγιαμιν, «Το Έργο Τέχνης στην Εποχή της Τεχνικής του Αναπαραγωγιμότητας», στο Illuminations: Essays and Reflections , επιμ. Χάνα Άρεντ, Schocken, 1968, 242. ↰ [α’ έκδοση στα ελληνικά: μτφ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, Κάλβος 1978.]
2 . Η επιλογή της λέξης «παρουσίαση» είναι εσκεμμένη, καθώς σημαίνει τόσο το να είσαι ορατός όσο και το να υποτάσσεσαι (όπως στο να παρουσιάζεσαι ενώπιον ενός δικαστή), το να είσαι εμφανής αλλά και το να υπακούς. Όταν χρησιμοποιούμε την έκφραση «συλλαμβάνουμε το μήνυμα της εικόνας» επίσης εκφράζουμε αυτή τη δυαδικότητα, υποδηλώνοντας τόσο το να συλλαμβάνεις με τις αισθήσεις όσο και το να αιχμαλωτίζεις και να κρατάς. Κωδικοποιημένη σε όλο αυτό το λεξιλόγιο είναι μια αισθητική βία, μια απεικόνιση του κόσμου της οποίας η λειτουργία είναι να τον υποτάσσει και να τον κυριαρχεί.
3 . Αυτή η παρατήρηση του Ζωρζ Ντυαμέλ παρατίθεται από τον Μπένγιαμιν στο «Έργο Τέχνης στην Εποχή της Τεχνικής του Αναπαραγωγιμότητας».
4 . «Ονομάζω κατανομή του αισθητού το σύστημα των αυτονόητων γεγονότων της αισθητηριακής αντίληψης που αποκαλύπτει ταυτόχρονα την ύπαρξη κάποιου κοινού και τα όρια που ορίζουν τα μέρη και τις θέσεις εντός αυτού. Επομένως, μια κατανομή του αισθητού καθιερώνει ταυτόχρονα κάτι κοινό, που αποτελείται από κοινά και αποκλειστικά μέρη. Αυτή η κατανομή μερών και θέσεων βασίζεται σε μια κατανομή χώρων, χρόνων και μορφών δραστηριότητας που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο κάτι κοινό προσφέρεται για συμμετοχή και με ποιον τρόπο διάφορα άτομα έχουν μέρος σε αυτήν την κατανομή». Jacques Rancière, The Politics of Aesthetics, Continuum, 2004, 13. ↰ (στα ελληνικά: «Οι Πολιτικές Της Αισθητικής» περιέχονται στο Jacques Rancière Δυσφορία στην Αισθητική, μτφ. Θωμάς Συμεωνίδης, Εκκρεμές 2018)
5 . Μπένγιαμιν, «Το Έργο Τέχνης στην Εποχή της Τεχνικής του Αναπαραγωγιμότητας».
6 . Στα τελευταία χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ναζί άρχισαν να πειραματίζονται με την τοποθέτηση καμερών σε πυραύλους, στο πλαίσιο αυτού που ο σκηνοθέτης Χαρούν Φαρόκι περιέγραψε ως ευθυγράμμιση του πολέμου με την ορατότητα και οπτικοποίηση που είχαν ήδη επιτευχθεί τεχνολογικά στα εργοστάσια, ενώνοντας τα μέσα παραγωγής και τα μέσα καταστροφής σε μια θεαματική τάξη: «Η αναγνώριση και η παρακολούθηση αντικειμένων στο (πεδίο) της μάχης είναι πολύ πιο δύσκολη από ό,τι σε ένα εργοστάσιο. Ένα εργοστάσιο είναι ένας ελεγχόμενος χώρος, με σταθερές συνθήκες φωτισμού και ρυθμιζόμενη τάξη. Τα συστήματα εντοπισμού θα πρέπει να βελτιωθούν ή, ολόκληρος ο κόσμος να ευθυγραμμιστεί με τις συνθήκες του εργοστασίου». Πόλεμος από Απόσταση, σκηνοθεσία Χαρούν Φαρόκι (Βίντεο Δεδομένων, 2003).
7 . «Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας χαρακτηρίζεται εκτενώς από την εισαγωγή μηχανημάτων στην παραγωγική διαδικασία... Ενώ η εισαγωγή μηχανημάτων έχει τη δυνατότητα να μειώσει το φόρτο εργασίας των εργαζομένων, τα μηχανήματα λειτουργούν επίσης για να αυξήσουν την ένταση όσων εξακολουθούν να εργάζονται για το κεφάλαιο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υγεία των εργαζομένων... Ταυτόχρονα, η εισαγωγή μηχανημάτων συσχετίζεται με μείωση της απαραίτητης εργασίας, η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό των εργαζομένων που είναι απαραίτητοι για να αποκομίσει το κεφάλαιο πλεόνασμα (κέρδος). Έτσι, οι αυξήσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας μέσω της εισαγωγής μηχανημάτων στη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία καθιστούν όλο και περισσότερο ένα μεγάλο και αυξανόμενο μέρος του εργαζόμενου πληθυσμού περιττό. Οι άνθρωποι υποβιβάζονται σε απόβλητα που είναι απαραίτητα για τη συνεχή συσσώρευση κεφαλαίου.» Michelle Yates, "The Human-As-Waste, the Labor Theory of Value and Disposability in Contemporary Capitalism" [Ο Άνθρωπος Ως Απόβλητο, η Θεωρία της Εργασίας για την Αξία και τη Διαθέσιμη Ικανότητα στον Σύγχρονο Καπιταλισμό], Antipode, 43, αρ. 5 (2011): 1689.
8 . Εδώ αρχίζουν να γίνονται αντιληπτές οι νύξεις μιας πολύ πιο εκτεταμένης ιστορίας φασιστικής αισθητικής, που αποτελείται από τις καρτ ποστάλ με τους λιντσαρίσματα που κυκλοφόρησαν ευρέως σε όλο τον αμερικανικό Νότο και τα καουμπόικα γουέστερν που ρομαντικοποίησαν την εξάλειψη των ιθαγενών φυλών, τις αποικιακές ταινίες που γυρίστηκαν σε όλη την Αφρική και την Ασία και οι οποίες ορθολογικοποίησαν και ωραιοποίησαν τη βία της καπιταλιστικής επέκτασης και της αποστέρησης, και φυσικά τις ναζιστικές ταινίες της Λένι Ρίφενσταλ και του Φριτς Χίπλερ που άνοιξαν τον δρόμο για τους θαλάμους αερίων της Ευρώπης. Εξετάζοντας τα φασιστικά θεάματα που δημιουργήθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η Σούζαν Σόνταγκ παρατήρησε με οξυδέρκεια ότι αυτά επιδίωκαν να «δώσουν μορφή στην πραγματικότητα, η οποία βασίζεται σε μια ιδέα μορφής». Ενώ στοιχεία της κριτικής της Σόνταγκ για τη φασιστική αισθητική διατηρούν μεγάλο μέρος της δύναμής τους, η άρνησή της να εξετάσει τους ουσιώδεις δεσμούς μεταξύ φασισμού και καπιταλισμού στο τέλος περιορίζει μοιραία το έργο της. Μόνο όταν κατανοήσουμε ότι ο φασισμός φιλοδοξεί να επιβάλει την καπιταλιστική μορφή θανάτου στο σύνολο της κοινωνικής ζωής, ότι η φασιστική αισθητική λειτουργεί για να αναδιοργανώσει τη ζωή με βάση την ερήμωση του καπιταλισμού, είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουμε πραγματικά αυτό που φέρνει τώρα ο φασισμός στον κόσμο Susan Sontag, Under the Sign of Saturn, Vintage Books, 1981, 85
. ↰ [στα ελληνικά: Σούζαν Σόνταγκ. Υπό τον αστερισμό του Κρόνου [Για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν], Σημειώσεις, 73, 2011.]
9 . Αναλογιζόμενος τη ζωή του Μισέλ Φουκώ, ο Ζιλ Ντελέζ σημείωσε ότι το έργο του περιλάμβανε τη σκέψη του αφόρητου και, ως εκ τούτου, την ικανότητα να βλέπει κανείς αυτό που όλοι οι άλλοι ήδη γνώριζαν, αλλά παρόλα αυτά παρέμεναν ανίκανος να δουν: «Για αυτόν, η σκέψη ήταν πάντα μια πειραματική διαδικασία μέχρι τον θάνατο. Κατά κάποιο τρόπο, ήταν ένα είδος μάντη. Και αυτό που έβλεπε ήταν στην πραγματικότητα αφόρητο... Όταν βλέπεις κάτι και το βλέπεις πολύ βαθιά, αυτό που βλέπεις είναι αφόρητο... Για τον Φουκώ, το να σκέφτεσαι σήμαινε να αντιδράς στο αφόρητο, στα αφόρητα πράγματα που βίωνε κανείς... Αν η σκέψη δεν έφτανε στο αφόρητο, δεν υπήρχε λόγος για σκέψη... Ήταν αφόρητο, όχι επειδή ήταν άδικο, αλλά επειδή κανείς δεν το έβλεπε, επειδή παρέμενς μη αισθητό. Αλλά όλοι το ήξεραν. Δεν ήταν μυστικό. Όλοι γνώριζαν για αυτή τη φυλακή μέσα στη φυλακή, αλλά κανείς δεν την έβλεπε. Ο Φουκώ την έβλεπε». Gilles Deleuze, «Foucault and Prisons», στο Intolerable: Writings from Michel Foucault and the Prisons Information Group (1970-1980) , επιμ. Kevin Thompson and Perry Zurn, Μινεσότα, 2021, 386. [Ένα απόσπασμα είναι διαθέσιμο εδώ .]
10 . «Το μεγάλο ψέμα είναι να αρνείσαι να δεις ορισμένα πράγματα που βλέπει κανείς και να αρνείσαι να τα δεις ακριβώς όπως τα βλέπεις. Το πραγματικό ψέμα είναι όλες οι οθόνες, όλες οι εικόνες, όλες οι εξηγήσεις που επιτρέπεται να στέκονται ανάμεσα στον εαυτό μας και τον κόσμο. Είναι ο τρόπος με τον οποίο απορρίπτουμε τις δικές μας αντιλήψεις. Σε τέτοιο βαθμό που όταν δεν τίθεται θέμα αλήθειας, δεν τίθεται καν θέμα… Δεν ισχυριζόμαστε σε καμία περίπτωση ότι μεταφέρουμε «την αλήθεια» αλλά μάλλον την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο, αυτό που μας ενδιαφέρει, αυτό που μας κρατά ξύπνιους και ζωντανούς. Πρέπει να απορρίψουμε την κοινή γνώμη: οι αλήθειες είναι πολλαπλές, αλλά η αναλήθεια είναι μία, επειδή αντιπαρατίθεται σε παγκόσμια κλίμακα στην παραμικρή αλήθεια που αναδύεται». Invisible Committee, Now, μτφρ. Robert Hurley, Semiotexte, 2017. Διαθέσιμο στο διαδίκτυο εδώ . ↰ [στα ελληνικά: Η Αόρατη Επιτροπή, Tώρα, μτφ. Μ. Ραΐς και Ρ. Δημοπούλου, εκδόσεις Opportuna, 2018.]